- ντογρού
- επίρρ.1) прямо; напрямик;
τράβηξα ντογρού γιά το σπίτι — я направился прямо домой;
2) немедленно, тотчас, сразу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τράβηξα ντογρού γιά το σπίτι — я направился прямо домой;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντογρού — και ντουγρού επίρρ. 1. τοπ. κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια («πας ντουγρού τον δρόμο σου σαν τ άλογο το ζεμένο, με τα παραμαγούλα στα μάτια», Ρώτας) 2. χρον. γρήγορα, αμέσως, ευθύς 3. (τροπ.) απερίφραστα, χωρίς περιστροφές («μπήκε ντουγρού… … Dictionary of Greek
ντουγρού — και ντογρού επίρρ. τροπ., ίσια: Τραβάει ντογρού για το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουγρού — επίρρ. βλ. ντογρού … Dictionary of Greek